- πλημμελοῦντας
- πλημμελέωmake a false note in musicpres part act masc acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλημμελώ — έω, Α [πλημμελής] διαπράττω σφάλμα σε κάτι σαν να τραγουδώ παράφωνα («τοὺς ἑκουσίως καὶ δι ὕβριν τι πλημμελοῡντας», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek